- εξιππεύω
- ἐξιππεύω (Α)εξίππάζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιππεύω (< ίππος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξιππεῦσαι — ἐξιππεύω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιππεύειν — ἐξιππεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιππεύσασθαι — ἐξιππεύω aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξίππευεν — ἐξιππεύω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξίππευσαν — ἐξιππεύω aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξίππευσε — ἐξιππεύω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξίππευσεν — ἐξιππεύω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιππεύσας — ἐξιππεύσᾱς , ἐξιππεύω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)